αφαιρώ — αφαιρώ, αφαίρεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… … Dictionary of Greek
αφαιρώ — εσα, έθηκα, αιρεμένος και αφηρημένος 1. παίρνω από ένα όλο, βγάζω: Λέει πως κάποιος του αφαίρεσε χρήματα. 2. κόβω, αποσπώ: Ο γιατρός είπε πως ο όγκος αυτός πρέπει να αφαιρεθεί. 3. στερώ: Μην του αφαιρείς αυτή την ελπίδα· το μέσ. αφαιρούμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπωματίζω — αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω … Dictionary of Greek
αποξειδώνω — αφαιρώ το οξυγόνο που εμπεριέχεται σε χημική ουσία … Dictionary of Greek
αποφυλλίζω — αφαιρώ άνθη ή φύλλα από κάποιο φυτό για να αναπτυχθεί καλύτερα ή για να ωριμάσουν οι καρποί του … Dictionary of Greek
αφαψιδώνω — αφαιρώ τα καλούπια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αψίδας … Dictionary of Greek
εκσπλαγχνίζω — αφαιρώ τα σπλάγχνα («εκσπλαγχνίζω ένα πτώμα») … Dictionary of Greek
μονοβεργίζω — αφαιρώ τα παρακλάδια και αφήνω μόνο μία βέργα, δηλ. τον κεντρικό βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βεργίζω] … Dictionary of Greek
ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] … Dictionary of Greek